- παγίδιον
- πᾰγίδ-ιον, τό, Dim. of παγίς,A snare, gin, prob. in Vett. Val.284.26 (παγνίῳ codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παγίδιον — παγίδιον, τὸ (Α) [παγίς ίδος] μικρή παγίδα … Dictionary of Greek